- ἐνθάλασσος
- ἐνθᾰλασσ-ος,[dialect] Att. [suff] ἐνθᾰλασς-ττος, ον,A in the sea,
σπιλάδες D.S.3.44
; by the sea,πόλις Ath.Mech.32.3
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σπιλάδες D.S.3.44
; by the sea,πόλις Ath.Mech.32.3
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ενθάλασσος — ἐνθάλασσος και αττ. τ. ἐνθάλαττος, ον (Α) 1. θαλάσσιος, αυτός που βρίσκεται μέσα στη θάλασσα 2. ο παραθαλάσσιος, που βρίσκεται δίπλα, κοντά στη θάλασσα … Dictionary of Greek
ἐνθάλασσον — ἐνθάλασσος in the sea masc/fem acc sg ἐνθάλασσος in the sea neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνθαλάττους — ἐνθαλάσσους , ἐνθάλασσος in the sea masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)